συνορίτης

συνορίτης
ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν
1. όμορος, γειτονικός
2. συνοριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συντοπ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνορίτης — ο θηλ. συνορίτισσα αυτός που συνορεύει, ο γείτονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησιόχωρος — η, ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί σε κοντινό χώρο, γείτονας, συνορίτης: Για τους πλησιόχωρους οικισμούς επιβάλλεται η ίδρυση μιας οργανωμένης σχολικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”